- ἀσφαλιζόμενος
- ἀσφαλίζομαιpres part mp masc nom sgἀσφαλίζωfortifypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασφάλεια — η 1. βεβαιότητα, σιγουριά: Στον τόπο που ζούσε δεν ένιωθε ασφάλεια. 2. έλλειψη κινδύνου: Στη διάρκεια του πολέμου δεν υπάρχει ασφάλεια. 3. κρατική υπηρεσία για τη δημόσια τάξη, τα όργανά της και το οίκημα που αυτή είναι εγκαταστημένη: Πήγα στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτασφάλεια — η ασφαλιστική ενέργεια στην οποία ασφαλιστής και ασφαλιζόμενος είναι το ίδιο πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)